προεστώς

προεστώς
προεστώς , προίστημι
set before
perf part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προεστώς — ῶσα, ώς, ΜΑ β. προεστός …   Dictionary of Greek

  • κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… …   Dictionary of Greek

  • προεστός — ο, θηλ. προεστή / προεστώς, ῶσα, ώς, ΝΜΑ νεοελλ. 1. κοινοτικός άρχοντας επί τουρκοκρατίας, πρόκριτος 2. γέροντας, γερόντισσα, σεβαστός, σεβαστή νεοελλ. μσν. προσηγορία επισκόπου, ηγουμένου ή πρωθιερέα αρχ. αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προεστώς… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ДЕМАГОГИЯ —    • Δημαγωγός,          есть, собственно, произведение греческих демократий и, особенно в Афинах, развилась до такой степени, что подрывала общественное благосостояние. В Афинах, как и вообще в городах с демократическим правлением, было принято… …   Реальный словарь классических древностей

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • θηβάρχης — θηβάρχης, ὁ (Α) ο προεστώς τών Θηβών στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • proestos — PROESTÓS, proestoşi, s.m. (înv.) Călugăr sau preot cu cel mai înalt rang în ierarhia clericilor unei mănăstiri sau a unei biserici. [pr.: pro es . – var.: proistós s.m.] – Din ngr. proestós. Trimis de oprocopiuc, 19.04.2004. Sursa: DEX 98 … …   Dicționar Român

  • ԱՌԱՋՆՈՐԴ — (ի.) NBH 1 0290 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c ա. πρῶτος primus Նոյն ընդ վ. (=ԱՌԱՋՆԵՐՈՐԴ) այսինքն Առաջին. *Յամին առաջնորդի դարեհի: Յամին երեսներորդի եւ առաջնորդի, եւ այլն. Դան. ՟Թ. 1: ՟Ա. Մակ. ՟Ժ՟Գ. 42 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”